- συμπαραγίγνομαι
- και συμπαραγίνομαι, Α(αποθ.)1. (για καρπούς) ωριμάζω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («ὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῑος συμπαραγίνεται», Ηρόδ.)2. βρίσκομαι κοντά, βοηθώ κάποιον3. είμαι έτοιμος να τρέξω να βοηθήσω κάποιον4. φθάνω σε έναν τόπο μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή κάποιους άλλους5. παρουσιάζομαι συγχρόνως με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παραγίγνομαι «παρουσιάζομαι, παρευρίσκομαι, ωριμάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.