συμπαραγίγνομαι

συμπαραγίγνομαι
και συμπαραγίνομαι, Α
(αποθ.)
1. (για καρπούς) ωριμάζω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («ὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῑος συμπαραγίνεται», Ηρόδ.)
2. βρίσκομαι κοντά, βοηθώ κάποιον
3. είμαι έτοιμος να τρέξω να βοηθήσω κάποιον
4. φθάνω σε έναν τόπο μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή κάποιους άλλους
5. παρουσιάζομαι συγχρόνως με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παραγίγνομαι «παρουσιάζομαι, παρευρίσκομαι, ωριμάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξυμπαραγενομένων — συμπαραγίγνομαι to be ready at the same time aor part mid fem gen pl συμπαραγίγνομαι to be ready at the same time aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαραγέγονεν — συμπαραγίγνομαι to be ready at the same time perf ind act 3rd sg συμπαραγίγνομαι to be ready at the same time plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπαραγενομένου — συμπαραγίγνομαι to be ready at the same time aor part mid masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπαραγενόμενοι — συμπαραγίγνομαι to be ready at the same time aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαραγεγονότας — συμπαραγίγνομαι to be ready at the same time perf part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαραγενηθείη — συμπαραγίγνομαι to be ready at the same time aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαραγενομένης — συμπαραγίγνομαι to be ready at the same time aor part mid fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαραγενομένου — συμπαραγίγνομαι to be ready at the same time aor part mid masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαραγενέσθαι — συμπαραγίγνομαι to be ready at the same time aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαραγενόμενοι — συμπαραγίγνομαι to be ready at the same time aor part mid masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”